Σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα Αρ.498/83 Άρθρο 2 και την ευρωπαϊκή οδηγία 74/409/ΕΟΚ Μέλι νοείται το τρόφιμο που παράγουν οι μελιτοφόρες μέλισσες από το νέκταρ των ανθέων ή από εκκρίσεις που προέρχονται από τα ζωντανά μέρη των φυτών ή που βρίσκονται πάνω σ’ αυτά, τα οποία (νέκταρ ή εκκρίσεις) συλλέγουν, μεταποιούν, αναμιγνύουν με δικές τους ειδικές ουσίες, αποταμιεύουν και αφήνουν να ωριμάσουν μέσα στις κηρήθρες της κυψέλης. Το μέλι μπορεί να είναι ρευστό, παχύρευστο ή κρυσταλλωμένο.
Σημαντικό ρόλο, στην ποιότητα του παραγόμενου Ελληνικού μελιού, παίζει, εκτός από την ποικιλομορφία της χλωρίδας και το ξηροθερμικό κλίμα της χώρας μας, ως επακόλουθο τις μικρές παραγόμενες ποσότητες, που με την σειρά του έχει σαν αποτέλεσμα το μέλι που συλλέγουν οι μέλισσες να το εμπλουτίζουν περισσότερο με τα διάφορα ένζυμα αλλά και να αφαιρούν περισσότερη υγρασία, από ότι εάν βρίσκονταν σε μεγάλες εκτάσεις με μονοκαλλιέργειες χιλιάδων στρεμμάτων (όπως συμβαίνει με μέλια άλλων χωρών), χαρίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα μέλι ξεχωριστό με ιδιαίτερη γεύση και πλούσιο άρωμα, από τα κορυφαία παγκοσμίως.
Το μέλι ως φυσικό προϊόν υψηλής βιολογικής και θρεπτικής αξίας με περισσότερα από 180 διαφορετικά θρεπτικά συστατικά όπως βιταμίνες, ένζυμα, αμινοξέα, μέταλλα και ιχνοστοιχεία, αποτελεί βασικό και απαραίτητο συστατικό της καθημερινής μας διατροφής.
Κατηγορίες μελιού
Δύο είναι οι βασικές κατηγορίες μελιού. Τα ανθόμελα, που παράγονται από το νέκταρ των ανθέων και τα μέλια μελιτωμάτων που παράγονται από μελιτοεκκρίσεις εντόμων που βρίσκονται κυρίως σε δασικά δέντρα γι’ αυτό και λέγονται και δασόμελα. Στα ανθόμελα όταν κυριαρχούν ορισμένα χαρακτηριστικά τότε παίρνουν την ονομασία του φυτού από το οποίο προέρχονται. Δηλαδή έχουμε μέλι βαμβακιού, πορτοκαλιάς, καστανιάς, ηλίανθου, θυμαριού κτλ. Αντίστοιχα στα μέλια μελιτωμάτων έχουμε μέλι πεύκου, ελάτης και βελανιδιάς όταν προέρχονται από τα αντίστοιχα δέντρα.